σιρός

σιρός
ο см. σιλό

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σιρός" в других словарях:

  • σιρός — pit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιρός — ο, ΝΜΑ, και σειρὸς Α κοιλότητα στο έδαφος, ή μεγάλο δοχείο ή κτίσμα για την αποθήκευση καρπών και, ιδίως, σιτηρών νεοελλ. τεχνολ. αεροστεγής κυλινδρική ή πρισματική αποθήκη για την αποθήκευση και συντήρηση σιτηρών, χορτονομής, ριζών και βολβών,… …   Dictionary of Greek

  • σίρος — ὁ, Α βλ. σίρον …   Dictionary of Greek

  • σιροῖς — σιρός pit masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιροί — σιρός pit masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιροῦ — σιρός pit masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιρούς — σιρός pit masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιρόν — σιρός pit masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιλό — Βιομηχανική κατασκευή κυρίως από σκυρόδεμα, προορισμένη για εναποθήκευση δημητριακών, χημικών προϊόντων, μεταλλευμάτων κ.ά. προϊόντων, απόλυτα προφυλαγμένων από τις καιρικές συνθήκες. Υπάρχουν και σ. τα οποία είναι κατασκευασμένα κατά τρόπο ικανό …   Dictionary of Greek

  • силос — •• [По мнению И. А. Короленко ( Лексикогр. сб. , 3, 1958, 139 и сл.), заимств. из исп. silo(s) подземное, глубокое, темное помещение , яма для хранения зерна , которое восходит к греч. σιρός мера объема; яма для хранения зерна . В русск. словарях …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Agriculture en Grèce antique — Laboureur, figurine en terre cuite rehaussée de peinture noire, Béotie, VIe siècle av. J.‑C., musée du Louvre L’agriculture est le fondement de la vie économique en Grèce antique. Par la mise en va …   Wikipédia en Français


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»